χέσιμο

χέσιμο
το, Ν
1. κένωση τών εντέρων, αποπάτηση
2. μτφ. χυδαίο βρίσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- τού αορ. έ-χεσ-α τού ρ. χέζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χέσιμο — το, ατος αποπάτηση: Πάει για χέσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφόδευμα — το (AM ἀφόδευμα) το αποπάτημα, το χέσιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”